- παραμονή
- преcтоj
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
παραμονῇ — παραμονή obligation to continue in service fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμονή — obligation to continue in service fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμονή — η, ΝΜΑ [παραμένω] 1. το να βρίσκεται κανείς σε έναν τόπο συνεχώς, η διαμονή («γνώρισε πολλούς ανθρώπους κατά την παραμονή του στο εξωτερικό) 2. το να μένει κάποιος ή κάτι επί πολύ χρόνο στην ἴδια κατάσταση, διατήρηση (α. «η παραμονή του στην… … Dictionary of Greek
παραμονή — η 1. διαμονή, αναμονή: Η παραμονή στον προθάλαμο του χειρουργείου είναι σκληρή δοκιμασία. 2. η προηγούμενη της γιορτής ή κάποιου γεγονότος: Την παραμονή των Χριστουγέννων η αγορά έχει μεγάλη κίνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραμονῆι — παραμονῇ , παραμονή obligation to continue in service fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμοναῖς — παραμονή obligation to continue in service fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμοναί — παραμονή obligation to continue in service fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμονῆς — παραμονή obligation to continue in service fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμονήν — παραμονή obligation to continue in service fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμονῶν — παραμονή obligation to continue in service fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek